- ἀγορανόμου
- ἀγορανόμοςclerk of the marketmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορανομία — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αγορανομικό έλεγχο (δηλ. την εποπτεία της ομαλής και σύμφωνα με τους νόμους κίνησης της αγοράς). Ο έλεγχος αυτός που περιλαμβάνει τη διαπίστωση και προανάκριση των αγορανομικών αδικημάτων καθώς και γενικότερα … Dictionary of Greek